ιδιομήκης

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

ἰδιομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» — ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ισο-μήκης].