ιθυβόλος

From LSJ
Revision as of 09:56, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.