Ιταλίδα
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
η (ΑΜ Ἰταλίς) Ιταλός
θηλ. του Ιταλός
αρχ.
1. η Ιταλία
2. η περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι αγώνες που ονομάζονταν «Ιταλικά».