κακόσαρκος

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει κακή σάρκα, που η σάρκα του υφίσταται εύκολα διαπύηση ή που δύσκολα θεραπεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. αραιό-σαρκος, μαλακό-σαρκος].