κάλχη
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἡ, (perh. a loan-word)
A murex, purple limpet, = πορφύρα, Nic.Al.393. 2 purple dye, Str.11.14.9. II rosette on the capitals of columns, IG12.372.90, 4.1484.83 (Epid., iv B.C.), 11(2).161A73 (Delos, iii B.C.), Hsch.:—written Χάλκη IG12.374.317, al., Χάλχη ib.374.103. III purple flower, Chrysanthemum coronarium, Alcm.39, Nic.Dam.76J.:—written Χάλκη in Nic.Fr.74.60, cf. Ps.-Dsc.4.58.
German (Pape)
[Seite 1315] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. χάλκη, die Purpurfarbe, χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
κάλχη: ἡ, (ἴσως συγγενεύει τῷ κόγχη) ὁ κοχλίας τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ πορφύρα, Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ βαφή, Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ ἕλιξ τοῦ κιονοκράνου, «μέρος κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) εἶναι ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου διάκοσμος, ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. εἶδος βοτάνης χρώματος ὡσαύτως πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται χάλκη ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
murex, coquillage donnant la pourpre.
Étymologie: mot pê emprunté.
Greek Monolingual
η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη)
ο κοχλίας ή ο έλικας του ιωνικού κιονοκράνου
αρχ.
1. ο κοχλίας της πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα
2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα
3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που έχει πορφυρό χρώμα
4. (κατά τον φιλόλ. Bockh) στον πληθ. κάλχαι ή χάλκαι
ο γλυπτικός διάκοσμος που υπάρχει στο ανώτατο μέρος του επιστυλίου του Ερεχθείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η σύνδεση του τ. με το κύριο όν. Κάλχας είναι ατεκμηρίωτη. Οι τ. χάλκη και χάλχη αποτελούν άλλες γραφές του τ. κάλχη: ο πρώτος ερμηνεύεται με μετάθεση του δασέος (-χ-), ενώ ο δεύτερος είναι προϊόν συμφυρμού τών κάλχη και χάλκη.
Greek Monotonic
κάλχη: ἡ, βυσσινί πεταλίδα.