καραβίς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = κάραβος 1 (Methymn.), Hsch. II = κάραβος 11, Sch.Opp.H.1.261; but distd. by Gal.19.686.
German (Pape)
[Seite 1325] ίδος, ἡ, ein Meerkrebs, Schol. Opp. H. 1, 261. – S. κάραβος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρᾰβίς: -ίδος, ἡ, = κάραβος Ι, Hemst. εἰς Ἀλ. Τραλλ. – Καθ’ Ἡσύχ. «καραβίδες· γρᾶες» Μηθυμναῖοι· - «αἱ δὲ γρᾶες αὗται αἱ παρ’ ἡμῖν εἰσι καραβίδες» κατὰ Κοραῆν σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 191· ὁ Πτωχοπρόδρ. ἀποκαλεῖ αὐτὰς ὑποκοριστ. «καραβιδίτζας» αὐτόθι 196. ΙΙ. = κάραβος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 261· ἀλλὰ διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων παρὰ Γαλην. 19. 686.