καταστηματάρχης

From LSJ
Revision as of 13:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].