κιονίσκος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κίων, Haussoullier Milet p.173, Ath.12.514c (pl.), J.AJ8.3.6 (pl.), Hero Aut.1.3, al.
German (Pape)
[Seite 1441] ὁ, dim. von κίων, kleine Säule; Ath. XII, 514 c; Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῑονίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κίων, Ἀθήν. 514C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3. 6.
Greek Monolingual
ο (Α κιονίσκος) κίων
μικρός κίονας, μικρός στύλος
νεοελλ.
ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι
μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης.