Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Κορακιαί, αἱ (Α) κορακίας
επιγρ. ονομασία τοποθεσίας στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορακί-ας + κατάλ. -αί, συνήθη σε τοπωνύμια (πρβλ. Παγασ-αί, Πλαται-αί)].