Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
το
1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης
2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό-σκυλο, τεμπελό-σκυλο].