κουφιοκέφαλος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
-η, -ο
άμυαλος, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφιος + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξερο-κέφαλος, χοντρο-κέφαλος.