κρυσταλλόσαρκος

Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)
αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπό-σαρκος, παχύ-σαρκος].