Κυπρόθε

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].