λιπόθηλος

From LSJ
Revision as of 17:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόθηλος Medium diacritics: λιπόθηλος Low diacritics: λιπόθηλος Capitals: ΛΙΠΟΘΗΛΟΣ
Transliteration A: lipóthēlos Transliteration B: lipothēlos Transliteration C: lipothilos Beta Code: lipo/qhlos

English (LSJ)

ον, (θηλή)

   A deprived of the breast, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, Gp.19.6.8.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόθηλος: -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἅπερ ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, διότι οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. μετάχοιρον, λιπογάλακτος.

Greek Monolingual

λιπόθηλος, -ον (Μ)
(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o)- + -θηλος(< θηλή), πρβλ. νεό-θηλος, ομό-θηλος].