λίσπος

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίσπος Medium diacritics: λίσπος Low diacritics: λίσπος Capitals: ΛΙΣΠΟΣ
Transliteration A: líspos Transliteration B: lispos Transliteration C: lispos Beta Code: li/spos

English (LSJ)

η, ον,

   A smooth, polished, λίσπη γλῶσσα Ar.Ra.826 codd.; cf. λίσφος.    2 = λισπόπυγος, Poll.2.184; from λίσπος, = θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, acc. to Callistr. ap. Sch.Ar.Ra.848.    II Subst. λίσπαι, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοι), each of whom kept half as a tally, Pl.Smp.193a:—so λίσποι, οἱ, Suid.

German (Pape)

[Seite 53] att. λίσφος, glatt, abgerieben, nur übertr., στοματουργὸς ἐπῶν βασανίστρια, λίσπη γλῶσσα, Ar. Ran. 824, wo der Schol. ἐκτετριμμένη καὶ λεία erklärt, die glatte, gewandte, abgefeimte Zunge; nach Callistratus bei dem Schol. Ar. a. a. O. θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, weshalb auch magere Leute, οἱ τὰ ἰσχία λεπτοί, λίσποι genannt wurden. – Bes. ἀστράγαλοι, abgenutzte, in der Mitte abgeriebene Würfel, nach dem Schol. a. a. O., später στρυφνοί genannt, u. als solche bezeichnet, die beim Spielen schwer umfallen. Bei Plat. Conv. 193 a sind αἱ λίσπαι in der Mitte durchgeschnittene Würfel, welche zwei Gastfreunde sich theilen, damit sie u. ihre Kinder sich durch das Zusammenhalten der beiderseitigen Hälften von der Aechtheit der früher geschlossenen Gastfreundschaft überzeugen konnten, wie Suid. erkl. οἱ μέσον διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι. Vgl. Schol. Eur. Med. 610 u. Piers. zu Moeris p. 245.

Greek (Liddell-Scott)

λίσπος: -η, -ον, (λίς, ἡ)· ― λεῖος, ἐστιλβωμένος, λίσπη γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826· ― ὡσαύτως, σμικρός, ἀσήμαντος, Σχολ. ἐν τόπῳ πρβλ. λίσφος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λίσπαι, αἱ, κύβοι κοπτόμενοι εἰς δύο ὑπὸ φίλων (ξένων), ὧν ἑκάτερος φυλάττει τὸ ἥμισυ εἰς ἀνάμνησιν (σύμβολα, tesserae hospitalitatis), ὥστε ἡ πραγματικότης τοῦ δεσμοῦ τῆς φιλίας ἠδύνατο νὰ ἀποδειχθῇ διὰ τῆς παρουσιάσεως αὐτῶν, Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 610· ― οὕτω λίσποι, οἱ, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
usé par le frottement ; affilé, aiguisé.
Étymologie: R. Λι, lisser, polir, cf. λεῖος.

Greek Monolingual

λίσπος και λίσφος -η, -ον (Α)
1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος
2. μικρός, ασήμαντος
3. λισπόπυγος
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι)
τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από δύο φίλους ως απόδειξη γνησιότητας της φιλίας τους
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λίσφοι
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. λισσός (πρβλ. λίς ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]līma «ρίνη, λίμα» (< slĭc-smā) και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sleiq- ή sleiqw, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ σύμφωνο του αττ. τ. λίσφος (< IE sliq-sqwho-s)].

Greek Monotonic

λίσπος: -η, -ον (λίς, ἡ)·
I. λείος, γυαλισμένος, σε Αριστοφ.
II. ως ουσ., λίσπαι, αἱ, κύβοι κομμένοι στα δύο από φίλους (ξένοι), κάθε ένας από τους οποίους κρατάει το μισό σαν ανάμνηση (σύμβολα), σε Πλάτ.