Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Full diacritics: λῠκοσκῠτάλιον | Medium diacritics: λυκοσκυτάλιον | Low diacritics: λυκοσκυτάλιον | Capitals: ΛΥΚΟΣΚΥΤΑΛΙΟΝ |
Transliteration A: lykoskytálion | Transliteration B: lykoskytalion | Transliteration C: lykoskytalion | Beta Code: lukoskuta/lion |
[ᾰ], τό,
A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.
ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.
λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].