μαυλιστής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλ-ίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμνασ-της), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίσ-τρα, παλαίσ-τρα)].