μεγιστότιμος

From LSJ
Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστότῑμος Medium diacritics: μεγιστότιμος Low diacritics: μεγιστότιμος Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: megistótimos Transliteration B: megistotimos Transliteration C: megistotimos Beta Code: megisto/timos

English (LSJ)

ον,

   A most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.

Greek Monolingual

μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά-τιμος].

Russian (Dvoretsky)

μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).