μεριά
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά)
1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά»)
2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά του δάσους»)
3. κατεύθυνση
4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή τις επιφάνειες ενός σώματος («η πίσω μεριά του σπιτιού»)
5. φρ. α) «από την άλλη μεριά» ή «ἀπὸ τὴν ἄλλην τὴν μεριάν» — εξάλλου, επίσης
β) «από τη μεριά μου» ή «ἀπὲ τὴν μερίαν» — σε ό,τι μέ αφορά, εκ μέρους μου
γ) «η άλλη μεριά» ή «ἡ ἄλλη μερεά»
(νομ.) ο αντίδικος
δ) «σε μια μερά» ή «εἰς μίαν μερέαν» ή «ἔξω μερεάν» ή «κατὰ μερίαν» — παράμερα, κατά μέρος, στην άκρη
ε) «παίρνω καλύτερη μερά» — η υγεία μου βελτιώνεται, πάω καλύτερα (Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. (συν. με επίρρ. τόπου για τον σχηματισμό επιρρμ. έκφρ.): α) απάνω μεριά
επάνω
β) κάτω μεριά
κάτω
γ) πέρα μεριά
πέρα, μακριά
δ) έξω μεριά
έξω
2. φρ. α) «σε καλή μεριά» — ευχή που δίνεται σε κάποιον που παίρνει χρήματα, προκειμένου να τά διαθέσει καλά
β) «δεν μέ γνώρισες ακόμη από την καλή (μεριά)» — δεν έχεις γνωρίσει ακόμη όλες τις πλευρές του χαρακτήρα μου
γ) «τά λέγω απ' την καλή (μεριά)» — μιλώ χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές
δ) «από τη μια μεριά... από την άλλη μεριά» — αφ' ενός... αφ' ετέρου
μσν.
1. στρατιωτική παράταξη
2. οπαδοί, υποστηρικτές
3. προέλευση εισοδήματος, πόρος
4. (η αιτ. ως επίρρ.) α) χώρια, ξέχωρα
β) στην άκρη, κατά μέρος
γ) βαθμιαία
5. φρ. α) «δύο μεριὲς κρατῶ» — αμφιταλαντεύομαι
β) «μερά... μερά» ή «μερέαν... μερέαν» — από τη μια... από την άλλη, αφ' ενός... αφ' ετέρου
γ) «μιὰ μεριά» — συνολικά, ομαδόν
δ) «κάμνω μερία» — παραμερίζω, υποχωρώ
ε) «ῥίπτω κάτι εἰς μερέαν» — απομακρύνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μερέα < μέρος + επίθημα -έα (βλ. επίθημα -ιά). Ο τ. μεριά < μερέα με συνίζηση (πρβλ. μηλέα > μηλιά)].