μεσόνεοι

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόνεοι Medium diacritics: μεσόνεοι Low diacritics: μεσόνεοι Capitals: ΜΕΣΟΝΕΟΙ
Transliteration A: mesóneoi Transliteration B: mesoneoi Transliteration C: mesoneoi Beta Code: meso/neoi

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A rowers amidships, who had the longest oars, Arist.Mech.850b10, IG12(1).43 (Rhodes, i B. C.):—hence κώπη μεσονέως (prob. for μέσον νεώς), Arist.PA687b18.

German (Pape)

[Seite 139] οἱ, heißen auf den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren die Ruderer auf der mittleren Bank, vgl. θαλαμίτης u. θρανίτης, Arist. mechan. 4. – Aber κώπη μεσόνεως Arist. part. an. 4, 10 ist f. L. für μέσον νεώς.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόνεοι: -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ νεώς, οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - ἐντεῦθεν ὁ Schneid. διορθοῖ κώπη μεσόνεως ἀντὶ κώπη μέσον νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.

Greek Monolingual

μεσόνεοι, οἱ (Α)
οι κωπηλάτες που κάθονταν στο μέσο του πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ μακριά κουπιά («διὰ τί οἱ μεσόνεοι μάλιστα τὴν ναῡν κινοῡσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς.

Russian (Dvoretsky)

μεσόνεοι: οἱ средние гребцы (которые, в отличие от θαλαμῖται и θρανῖται, работали самыми длинными веслами: οἱ μ. μάλιστα τὴν ναῦν κινοῦσιν Arst.).