Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: μεσσόψηρον | Medium diacritics: μεσσόψηρον | Low diacritics: μεσσόψηρον | Capitals: ΜΕΣΣΟΨΗΡΟΝ |
Transliteration A: messópsēron | Transliteration B: messopsēron | Transliteration C: messopsiron | Beta Code: messo/yhron |
μεσ<σ>όψηρον]]˙ ἡμίξηρον, Hsch.
μεσ(σ)όψηρον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)].