μογιλάλος
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (μόγις, λαλέω)
A having an impediment in one's speech, LXXIs.35.6, Ev.Marc.7.32, Ptol.Tetr.150, Vett.Val.73.12, Aët. 8.38.
German (Pape)
[Seite 196] schwer redend, sprechend, mit schwerer Zunge, N. T. Bei den LXX, auch = stumm.
Greek (Liddell-Scott)
μογῐλάλος: -ον, ὁ μόλις λαλῶν, Α. Β. 100· βωβός, ἄλαλος, Ἑβδ. (Ἰησ. ΛΕ΄, 6,) Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui parle difficilement, qui bégaie;
2 muet.
Étymologie: μόγις, λαλέω.
English (Strong)
from μόγις and λαλέω; hardly talking, i.e. dumb (tongue-tied): having an impediment in his speech.
English (Thayer)
(μογιλάλος) (on its accent cf. Tdf. Proleg., p. 101), μογιλάλον (μόγις and λάλος), speaking with difficulty (A. V. having an impediment in his speech): Tr text). (Aët. 8,38; Schol. ad Lucian, Jov. trag. c. 27; Bekker, Anecd., p. 100,22; the Sept. for אִלֵּם, dumb, Isaiah 35:6.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μογιλάλος, -ον)
αυτός που μιλά με δυσκολία, τραυλός, βραδύγλωσσος
αρχ.
βουβός, άλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + λάλος (< λαλῶ)].
Greek Monotonic
μογῐλάλος: -ον, αυτός που μόλις μπορεί και μιλάει, βουβός, σε Καινή Διαθήκη