θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
[Seite 245] nisten, hecken; Ar. Av. 699; Arist. H. A. 6, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 31.
att. c. νεοσσεύω.
νεοττεύω (Α)
(αττ. τ.) βλ. νεοσσεύω.
νεοττεύω: νεοττιά, νεόττιον, νεοττίς, νεοττός, νεοττοτροφέομαι, βλ. νεοσσ-.