οκταστάδιος

Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Greek Monolingual

ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον
μήκος οκτώ σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα-στάδιος)].