ὁ, ἡ, Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat.).
[Seite 237] ion. = νεωκόρος, Pancrat. ep. 1 (VI, 356).
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 6. 356.
νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νεωκόρος.
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.