πατρόπολις
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
-εως, ἡ, coined by Antiph. 220 in the line μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ π. πόλις.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, Vaterstadt, Antiphan. bei Ath. III, 100 d; Hesych. erkl. ἡ πατρῴα οἰκία.
Greek (Liddell-Scott)
πατρόπολις: -εως, ἡ, κωμικὴ ἀπομίμησις τοῦ μητρόπολις, μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ πατρόπολις πόλις Ἀντιφάνης ἐν «Φιλομήτορι» 1, ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
ἡ, Α
κωμικό λογοπαίγνιο στη λ. μητρόπολις («μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ πατρόπολις πόλις», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πόλις.