πολλάκις

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλάκις Medium diacritics: πολλάκις Low diacritics: πολλάκις Capitals: ΠΟΛΛΑΚΙΣ
Transliteration A: pollákis Transliteration B: pollakis Transliteration C: pollakis Beta Code: polla/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. and Lyr. πολλάκι, sts. in Trag. (only lyr.) metri gr., A.Th.227, Supp.131, S.Ph.1456 (anap.); never in Prose: (πολύς): Adv.    I of Time, many times, often, Il.1.396, etc.; π. καὶ οὐκὶ ἅπαξ Hdt.7.46; π. τοῦ μηνός X.Cyr.1.2.9; π. ἀγωνοθέτης Ephes. 3p.152No.70.    II of Degree and Number, π. μυρίοι many tens of thousands, Pl.Lg.810d, Tht.175a; of Quantity, [τὴν] οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε Id.R.330b; of Size, μεῖζον π. Plu.2.944a.    2 τὸ π. mostly, for the most part, Pi.O.1.32; very much, altogether, χρὼς ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ Theoc.2.88; χαίρετε π Μοῖσαι Id.1.144.    III in Att., after conditional particles, perhaps, σεισμὸς εἰ γένοιτο π. Ar. Ec.791; ἐάν τι πολλὰ π. πάθω ib.1105: with ἄρα, ἐὰν ἄρα π. νυμφόληπτος γένωμαι Pl.Phdr.238d, cf. Phd.60e, D.32.3; also μὴ π. lest perchance, Hp.VC14, Th.2.13, Pl.Prt.361c, al.

German (Pape)

[Seite 658] ion. u. poet. πολλάκι, oftmals, oft; πολλάκι γὰρ σέο ἄκουσα εὐχομένης, Il. 1, 396; 3, 232 u. öfter; Pind. P. 2, 15 u. sonst; auch πολλάκι, I. 1, 63; τὸ πολλάκις, Ol. 1, 32, auch als ein Wort geschrieben, die meiste Zeit; u. Tragg.: πολλάκι, Aesch. Spt. 209 Suppl. 124; Soph. O. R. 1275 u. öfter, wie Eur.; in Prosa: πρὸ τούτου τεθνάναι ἂν πολλάκις ἕλοιτο, mehr als einmal, Plat. Conv. 179 a; πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Phil. 40 d; εἰ ἄρα πολλάκις ἐπιτάττοι, Phaed. 60 e; u. so oft nach εἰ, μή u. dgl., daß etwa wieder, wie si forte, ne forte, vgl. Wolf zum Phaed. p. 25 u. Heind. ib. p. 60 e; auch Thuc. 2, 13. – Die Form πολλάκι wechselt bei Hom. u. Hes. nach Versbedarf mit πολλάκις; auch Her. hat beide Formen.

Greek (Liddell-Scott)

πολλάκις: [ᾰ]· Ἐπικ. καὶ Λυρ. πολλάκι, ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, (Αἰσχύλ. Θήβ. 227, Ἱκέτ. 131, Σοφ. Φιλ. 1456)· οὐδαμοῦ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, διότι παρ’ Ἡροδ. ἀποκατεστάθη νῦν τὸ πολλάκις, Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xlii· (πολλός, πολύς)· Ἐπίρρ. Ι. χρόνου, ὡς καὶ νῦν, «πολλαὶς φοραὶς», συχνάκις, «συχνά», Ἰλ. Α. 396, κτλ.· π. καὶ οὐκ ἅπαξ Ἡρόδ. 7. 46· πολλάκις τοῦ μηνὸς Ξεν. Κύρ. 1. 2, 9. ΙΙ. βαθμοῦ καὶ ἀριθμοῦ, π. μύριοι, πολλαὶ μυριάδες, Πλάτ. Νόμ. 810D, πρβλ. Θεαίτ. 175Α· ποσότητος, τὴν οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330Β· μεγέθους ἢ ὄγκου, π. μεῖζον Πλούτ. 2. 944Α. 2) τὸ πολλάκις, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, κατὰ τὸ πλεῖστον, Πινδ. Ο. 1. 51· παρὰ πολύ, ὅλως, Θεόκρ. 1. 144., 2. 88. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., μετὰ τὰ μόρια, εἰ, ἐάν, ἄν, ἴσως, πιθανόν, τυχόν, Λατ. si forte, σεισμὸς εἰ γένοιτο π. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791· ἐάν τι πολλὰ π. πάθω αὐτόθι 1105· καὶ παρεντιθεμένου τοῦ ἄρα, ἐάν ἄρα π. νυμφόληπτος γένωμαι Πλάτ. Φαῖδρ. 238D, πρβλ. Φαίδωνα 60Ε, Δημ. 883. 1· οὕτω, μὴ πολλάκις, Λατ. ne forte, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907, Θουκ. 2. 13, Πλάτ. Πρωτ. 361C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 souvent, fréquemment ; suivi d’un gén. : τοῦ μηνός XÉN plusieurs fois par mois ; suivi d’un n. de nombre ou d’un adj. de quantité bien des fois;
2 comme il arrive souvent, quelquefois, par hasard, après l’une des conj. εἰ, ἐάν, ou la négat. μή (cf. lat. si forte, ni forte) ; μὴ πολλάκις avec le sbj. : de peur que par hasard.
Étymologie: πολύς, -ακις.

English (Autenrieth)

many times, often.

Spanish

muchas veces

English (Strong)

multiplicative adverb from πολύς; many times, i.e. frequently: oft(-en, -entimes, -times).

English (Thayer)

(from πολύς, πολλά), adverb (fr. Homer down), often, frequently: L Tr marginal reading; Hebrews 10:11.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. πολλάκι Α
επίρρ. πολλές φορές, συχνά, επανειλημμένως («ποιεῖ δὲ τοῡτο πολλάκις τοῡ μηνός», Ξεν.)
αρχ.
1. πάρα πολύ
2. (με τους υποθ. συνδ.) ίσως, πιθανώς, ενδεχομένως («ἐὰν τι πολλὰ πολλάκις πάθω», Αριστοφ.)
3. (ενάρθρως) τὸ πολλάκις
ως επί το πλείστον
4. φρ. α) «πολλάκις μύριοι» — μυριάδες
β) «μὴ πολλάκις» — εκτός μόνο κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πολλάκις έχει σχηματιστεί από θ. πολλα- του πολύς (πρβλ. πολλαπλάσιος) και τη δυσερμήνευτη επιρρμ. κατάλ. -κις και αντιστοιχεί πιθ. με το αρχ. ινδ. purūcid (για το θ. πολλά- βλ. λ. πολύς)].

Greek Monotonic

πολλάκις: [ᾰ], Επικ. και Λυρ. πολλάκι (πολλός, πολύς)· επίρρ.:
I. λέγεται για χρόνο, πολλές φορές, συχνά, πολλάκις, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., πολλάκις τοῦ μηνός, πολλές φορές σε ένα μήνα, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για βαθμό και αριθμό, πολλάκις μύριοι, πολλές δεκάδες χιλιάδες, σε Πλάτ.
2. τὸ πολλάκις, ως επί το πλείστον, για το μεγαλύτερο μέρος, σε Πίνδ.· πάρα πολύ, ολοσχερώς, σε Θεόκρ.
III. σε Αττ., μετά τα εἰ, ἐάν, ἄν, πιθ., ενδεχομένως, Λατ. si forte, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ομοίως, μὴπολλάκις, Λατ. ne forte, σε Θουκ. κ.λπ.