πατριστί
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
Adv. A = πατρόθεν, OGI46.7 (Halic., iii B.C.), Bull.Soc. royale des lettres de Lund 1928/9iv3 (Thuria, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
πατριστί: πατρόθεν, ὅ ἐστι μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, Ἐπιγρ. Ἁλικαρνασσοῦ, Newton, Ηalicarn. etc. 3.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πατρόθεν, από τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. βαρβαρ-ιστί)].