ντύσιμο
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα
2. επένδυση, επικάλυψη («ντύσιμο βιβλίου»)
3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «της αρέσει το κομψό ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ντύσ- του ντύνω (πρβλ. αόρ. έ-ντυσ-α) + κατάλ. -ιμο, πρβλ. πλύσιμο].