ὀζαίνομαι

Revision as of 23:54, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = ὄζω, c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, -όομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.