ὀρεσίβιος

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσίβιος Medium diacritics: ὀρεσίβιος Low diacritics: ορεσίβιος Capitals: ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: oresíbios Transliteration B: oresibios Transliteration C: oresivios Beta Code: o)resi/bios

English (LSJ)

v. ὀρέσβιος.

German (Pape)

[Seite 372] = ὀρέσβιος, zw.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος)].