ὀρθοπόρος
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ον,
A in a straight course, Orac. ap. Porph. Plot.22.
Greek Monolingual
ὀρθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πρωτο-πόρος)].