ουζάδικο

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και μεζέδες, ουζοπωλείο, ουζερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + κατάλ. -άδικο (πρβλ. φαγάδικο)].