Ἀμφικτυονία
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
or Ἀμφικτυονεία, ἡ, Amphictyonic League, D.5.19,11.4, cf. Did.in D.4.6; τὸ δίκαιον τῆς Ἀ. IG4.589 (Argos); of the League of Calauria, Str.8.6.14:—τῆς τῶν Λοκρῶν Ἀ. τὸ τρίτον μέρος a third share in the representation of Locri in the Amphictyony, Klio 16.163.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφικτυονία: ἢ -εία, ἡ, ἡ Ἀμφικτυονική ὁμοσπονδία, ἢ τὰ δικαιώματα αὐτῆς, Δημ. 62. 1., 153. 14· τὸ δίκαιον τῆς -είας Συλλ. Ἐπιγρ. 1121. 2) ἐν γένει, ὁμοσπονδία, σύνδεσμος, (πρβλ. Ἀμφικτύονες), Στράβ. 374.