παίγνιος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον,
A playful, εὐστοχίη AP7.12.212 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 438] scherzhaft, zu Spiel u. Zeitvertreib dienend, καρύων παίγνιος εὐστοχίη, Strat. 54 (XII, 212).
Greek (Liddell-Scott)
παίγνιος: -ον, παιγνιώδης, ἀστεῖος, Ἀνθ. Π. 12. 212.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίζω.
Greek Monolingual
παίγνιος, -ον (Α) παίγνιον
παιγνιώδης, αστείος.
Greek Monotonic
παίγνιος: -ον (παίζω), διασκεδαστικός, κωμικός, σε Ανθ.