παιδοτροφώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
(ΑΜ παιδοτροφῶ, -έω, Α δ. γρφ. παιδιοτροφῶ, -έω) παιδιοτρόφος
ανατρέφω παιδιά
μσν.
παθ. παιδοτροφοῦμαι, -έομαι
(για φυτό) αυξάνομαι, μεγαλώνω.