παρακλητικός

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλητικός Medium diacritics: παρακλητικός Low diacritics: παρακλητικός Capitals: ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paraklētikós Transliteration B: paraklētikos Transliteration C: paraklitikos Beta Code: paraklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stimulating, νοήσεως Pl.R.523e ; τῆς διανοίας ib.524d ; hortatory, π. τι ᾄδειν Phld. Mus.p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου D.H.4.17 ; λόγος π. ὁμονοίας ib. 26 ; π. λόγοι LXX Za. 1.13 ; π. εἰς εὐσέβειαν Iamb.Protr.21.    II π. ὁμολογία agreement concluded on demand (cf. παράκλησις 1.4), POxy.125.11 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 483] ή, όν, zurufend, ermunternd; τινός, z. B. τῆς διανοίας, Plat. Rep. VII, 524 d; Folgde; Pol. 24, 2, 9; λόγον διεξῆλθε παρακλητικὸν ὁμονοίας Dion. Hal. 4, 26; τὰ π. τοῦ πολέμου, τῆς μάχης, Signal zur Schlacht, 4, 17. 6, 10; auch = tröstend, Schol. Aesch. Prom. 379.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλητικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, παραινετικός, Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· λόγος π. ὁμονοίας αὐτόθι 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. βιβλίον) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. ἐλευθερία, ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ χάριν, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exhorter, à exciter, à encourager.
Étymologie: παρακαλέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακλητικός, -ή, -όν, Ν ΜΑ παρακαλώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός
νεοελλ.-μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική
εκκλ. λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια τών οκτώ ήχων της βυζαντινής μουσικής που ψάλλονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, αλλ. Μεγάλη Οκτώηχος
2. το ουδ. ως ουσ. το Παρακλητικόν
εκκλ. η Παρακλητική
3. φρ. «παρακλητικός κανόνας»
εκκλ. θρηνώδεις ύμνοι γραμμένοι στη συνήθη μορφή τών υμνογραφικών κανόνων, οι οποίοι συνοδεύονται από καθίσματα, απόστιχα και άλλα τροπάρια, μαζί με τα οποία αποτελούν μικρή ικετήρια ακολουθία που ψάλλεται τακτικά ή έκτακτα στους ναούς ή στα σπίτια σε κάθε περίσταση
μσν.
φρ. «παρακλητική ἐλευθερία» — ελευθερία η οποία αποκτάται με δέηση, κατά χάρη
αρχ.
1. προτρεπτικός, παραινετικός
2. αυτός που γίνεται μετά από αίτηση.
επίρρ...
παρακλητικώς και -ά / παρακλητικῶς, ΝΜΑ
νεοελλ.
με παρακλήσεις, ικετευτικά
αρχ.
παραινετικά, προτρεπτικά.

Greek Monotonic

παρακλητικός: -ή, -όν, παραινετικός, προτρεπτικός, σε Πλάτ.