Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-ές, Μαυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεοπρεπής].