πατροπρεπής

From LSJ
Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεοπρεπής].