πηδαλιουχώ

From LSJ
Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ πηδαλιούχος
χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο
β) το ουδ. ως ουσ. το πηδαλιουχούμενο
αερόπλοιο ή αερόστατο που κατευθύνεται με πηδάλιο ή με πηδάλια
μσν.-αρχ.
μτφ. κυβερνώ, κατευθύνω, διέπω («πηδαλιουχεῖν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).