πικρούτσικος
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
-η, -ο, Ν
κάπως πικρός, υπόπικρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].