πίπτω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
Aeol. πίσσω, acc. to Gramm. in Hilgard
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj. πίπτῃσι Pl.Com. 153.5: Ep. impf. πῖπτον Il.8.67, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); Ion. πίπτεσκον (συμ-) Emp.59.2: fut. πεσοῦμαι A.Ch.971 (lyr.), etc.; Ion.3pl. πεσέονται Il.11.824, 3sg. πεσέεται Hdt.7.163, 168: aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; 2sg. opt. πεσοίης Polem.Call. 10.14; Aeol. and Dor. ἔπετον Alc.60, Pi.O.7.69, P.5.50, (κάπετον) O.8.38, (ἐμ-) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 (Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A.521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr.291 (προς-): pf. πέπτωκα A.Eu.147, Ar.Ra.970, etc.; Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syll. by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. πεπτώς S.Aj.828, Ant.697. (Redupl. from πετ-, which appears in Aeol. and Dor. aor. ἔ-πετ-ον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.) A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.; νιφάδες . . π. θαμειαί 12.278; ὀπίσω πέσεν Od.12.410; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν... ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205; ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384; π. ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω) π. ἐν δεμνίοις E.Or.35, cf. A.Pers.125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose, π. ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32: c. dat. only, πεδίῳ πέσε Il.5.82; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.); π. ἐπὶ χθονί Od.24.535; οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4; ἐπὶ γᾷ S.Ant.134 (lyr.); πρὸς πέδῳ E.Ba. 605; πρὸς ἀγκάλαις Id.Ion962; ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag.326: with a Prep. of motion first in Hes., Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op.620; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th.791; εἰς ἄντλον E.Hec.1025 (lyr.); ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019 (lyr.); ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13; πρὸς οὖδας E.Hec.405. 2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.; π. ἔραζε 12.156, cf. Od.22.280. 3 with Preps. denoting the point from which one falls, ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803; ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3; ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg.701d; ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583; π. ἐκ νηός Od.12.417; πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ 10.51. 4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, π. ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but π. ἐπί τι, ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; π. διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17; π. κατά τινος Id.Sph.Cyl.1 Def.2; ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2. B Special usages: I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742 (but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj.375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant.782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc.379, cf. 375; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj.1061 ; πρὸς πύλαις A.Th.462. 2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib.185 ; ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec.787; ἐς γόνατα on one's knees, of a wrestler, Simon.156 ; ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq.571. II fall in battle, πῖπτε δὲ λαός Il.8.67, etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, X.Cyr.1.4.24 ; νέκυες πίπτοντες Il.10.200; νεκροὶ περὶ νεκροῖς πεπτωκότες E.Ph.881 ; πεσήματα . . πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr.653 ; π. ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67 ; ὡς . . θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι... ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157, cf. 500, etc. ; τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers.252. 2 fall, be ruined, δόμον δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι Id.Ch.263, cf. Pl.Phlb.22 e; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr.919, cf. Pl.La.181b ; στάντες τ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον S.OT50 ; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El.429, 398 ; ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj.1078 ; of an army, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18, cf. Th.2.89 ; ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε Hdt.8.16 ; of a city, π. δορί E.Hec. 5. 3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op.547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph, πέπτωκεν κομπάσματα A.Th.794, cf. S.Ant.474 : c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1. 4 fall short, fail, Pl.Phd.100e ; of a playwright, fail, Ar.Eq.540. III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595 ; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5 ; τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp.390 ; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from... A.Eu.147 ; ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra.970. 2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42 ; εἰς ἄτην Sol.13.68 ; εἰς δουλοσύνην Id.9.4 ; ἐς δάκρυα Hdt.6.21 ; ἐς νόσον A.Pr.478 ; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT1172, Fr.578.8, Or.696, Ph.69, Th.3.82 ; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41 ; ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El.1476 ; ἐν φόβῳ E.Or.1418 (lyr.) ; ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3; πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11 : c. dat. only, π. δυσπραξίαις Id.Aj.759 ; αἰσχύνῃ Id.Tr.597, etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib.705. 3 εἰς ὕπνον π. fall asleep, Id.Ph.826 ; but ἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23; simply ὕπνῳ, A.Eu.68. 4 π. εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al. 5 π. ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P. IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110. V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι S. Fr.895; ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R.604c ; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp.718; πρὸς τὸ πῖπτον as matters fall out, Id.El.639 ; of tossing up with oystershells, κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5 ; of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα, Pl.R.619e, 617e; ἐπί τινα Act.Ap.1.26: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15. 2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or.603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως Pl.Lg.709a. 3 fall to one, i.e. to his lot, esp. of revenues, accrue, τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7; φησιν . . ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1 ; τὴν πεπτωκότα (sic) μοι οἰκίαν BGU251.12 (ii A. D.); τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45 (Andania, i B. C.); τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17 ; to be paid, τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12 ; τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ . . ἱερόν PEleph.10.2 (iii B. C.); π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7 (iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.) ; μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40 (Teos) ; πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινος . . Ostr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B75 (Olbia)). VI fall, of a date or period of Time, π. κατὰ τὴν ρκθ' Ὀλυμπιάδα Plb.1.5.1 ; οἱ χρόνοι οἱ πίπτοντες ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν Id.4.2.2. VII fall under, belong to a class, εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph.1005a2, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib.982b8 ; ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top.102a37, cf. 151a15 ; ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN1104a8 ; ἔξω τῶν διῃρημένων γενῶν Id.PA681b1 ; τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.; ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν . . ἱστορίαν Plb.2.14.7.
German (Pape)
[Seite 618] (πετ, s. πίτνω u. vgl. μίμνω, γίγνομαι), fut. πεσοῦμαι, ion. πεσέομαι, aor. ἔπεσον, πεσεῖν, u. dor. ἔπετον, wie Pind. πετοῖσαι, Ol. 7, 69, ἐν πετόντεσσιν ἁνιόχοις, P. 5, 50, sonst hat er aber u. öfter ἔπεσον, perf. πέπτωκα, dessen partic. sync. bei Hom. πεπτεώς, πεπτεῶτος (zwei- u. dreisylbig zu sprechen), Il. 21, 503 Od. 22, 384, att. πεπτώς (vgl. πτήσσω). Den Gebrauch des aor. I. ἔπεσα, den Einige, wie Wüstem. Eur. Alc. 477, Osann über Soph. Ai. p. 52 ff. auch den Tragg. gestatten, erklärt Herm. zu Eur. Alc. 477 für barbarisch, vgl. Mein. Men. p. 414; Lob. Phryn. p. 724; – 1) fallen, niederfallen, stürzen, auch so, daß die bestimmte Absicht des subj. ausgedrückt wird, sich werfen; βέλεα ἐτώσια πίπτει ἔραζε, Il. 17, 633; oft von den in der Schlacht Getödteten, πῖπτε δὲ λαός, 8, 67, ὅςτε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, Od. 8, 524; πίπτειν ὑπό τινος, Her. 9, 63; νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔραζε, Il. 12, 156; ἐξ ἵππων χαμάδις πέσε, 7, 16; auch χαμαὶ πέσεν, 4, 482 u. oft; θνήσκοντες πίπτουσιν, 1, 243; u. abweichend vom Deutschen, πέσεν ἐν κονίῃσιν, 13, 205 u. oft, er fiel in den Sand, wobei man zu denken hat »und blieb darin liegen«; vgl. πέσεν ἐν ὕπνῳ, Pind. I. 3, 41; auch ἐν γυιοπέδαις πεσών, P. 2, 41; auch übh. hineingerathen in Etwas, ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν, I. 7, 6 (wofür die Folgdn gew. εἴς τι sagen, s. unten); ἐν ἀρκυστάτοις, Soph. El. 1469, wie auch πεδίῳ πίπτειν, zu Boden stürzen und liegen bleiben, Il. 5, 82; vgl. πέδῳ πεσών, Aesch. Ch. 47; Eum. 457; Soph. El. 737; ἐπὶ χθονί, Od. 24, 535; ἐπὶ γᾷ πέσε, Soph. Ant. 134, wie vom Schlafe, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, Od. 2, 398; Hes. frg. 47, 7, der auch πίπτειν εἴς τι vrbdt, O. 622 Th. 971. 873; vgl. Aesch. Spt. 385 Pers. 498; ἐπὶ γᾶν, Ag. 990, πρὸς οὖδας, Eur. Hec. 405, πρὸς πέδῳ, Bacch. 605. – Bes. ist πίπτειν ἔν τινι sich mit Gewalt auf Etwas werfen, stürzen, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν, wir wollen einen Angriff auf die Schiffe machen, uns auf sie stürzen, Il. 13, 742, ἐν βουσὶ πεσών, Soph. Ai. 367, vgl. ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις Ant. 778, so auch von Kämpfenden, ἐπ' ἀλλήλοισιν, auf einander stürzen, Hes. Sc. 879, πρὸς μῆλα, Soph. Ai. 1040. ἀμφὶ σὸν πίπτω γόνυ, Eur. Hec.. 787; u. bes. εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Xen. Cyr. 1, 4, 8 u. A., – ὅς κεν ἐπ' ἤματι τῷδε πέσῃ μετὰ ποσσὶ γυναικός, Il. 19, 110, ist derselbe Ausdruck für »geboren werden«, den wir nur von Thieren gebrauchen: fallen, geworfen werden. – Hom. auch vom Fallen der abgemähten Aehren, Il. 11, 69. 18, 552, u. abgehauener Bäume, 23, 120, so vom Abfallen der Frucht, καρπὸς χαμάδις πεσών, Aesch. Spt. 340; u. übtr., τὸ Περσῶν δ' ἄνθος οἴχεται πεσόν, Pers. 248; πόλις, Soph. Ai. 1062; ἢσεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Tr. 84; vgl. Eur. Hec. 11, wie ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα Plat. Lach. 181 b; – εἴς τι, in Etwas hineingerathen, ohne daß man es weiß oder will, ἐς νόσον, in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 472, ἐς τοσοῦτον αἰκίας, Soph. O. C. 753, ἐς κακόν, Ant. 240. 1014; εἰς ὕπνον, Phil. 815, womit man noch vergleichen kann οὐκ ἔχω τάλαινα, ποῖ γνώμης πέσω, Tr. 702, wohin ich gerathen soll; εἰς ἄταν, Eur. I. A. 137; εἰς ἀηθίαν, Hel. 419; auch εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν, I. T. 1172; εἰς ἀνανδρίαν, El. 982; εἰς ὀργήν, Or. 695; εἰς εὐνὴν καὶ γαμήλιον λέχος, Ar. Th. 1122; εἰς ξυμφοράν, Plat. Rep. III, 399 b; εἰς ἐξουσίαν τινός, Pol. 3, 4, 12; – πίπτειν ἔκ τινος, herausfallen, -gerathen aus Etwas, ohne daß man es weiß oder will, ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί, Jemandem aus dem Herzen fallen, d. i. um seine Gunst oder Liebe kommen, Il. 23, 595; doch auch mit Vorsatz u. freiem Willen, Od. 10, 51; ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν, ist aus dem Netz herausgenommen, Aesch. Eum. 142; vgl. πίπτειν ἔξω τῶν κακῶν, Ar. Ran. 968. – 2) fallen, sich legen, sinken, an Kraft verlieren, nachlassen, schwächer werden; ἄνεμος πέσε, der Wind legte sich, Od. 19, 202; Βορέαο πεσόντος, 14, 475 (aber Hes. O. 549 ist Βορέαο πεσόντος »wenn der Boreas daherstürmt«); dah. übtr., πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα, Aesch. Spt. 776; ἴσθι τοι τὰ σκλήρ' ἄγαν φρονήματα πίπτειν μάλιστα, Soph. Ant. 470; übtr., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν, in seinen Hoffnungen nachlassen, seine Hoffnungen sinken lassen, Pol. 1, 87, 1. – Auch von besiegten Heeren, unterliegen, ὑπ' ἐλασσόνων, Thuc. u. A., wie Her. 7. 18, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων; auch ὑπὸ Ῥωμαίοις ἔπεσε, Strab. 7, 7, 8; u. übh. zusammenfallen, -stürzen, -sinken, untergehen, δόμον δοκοῦντα πεπτωκέναι, Aesch. Ch. 261, übtr. ἔμοιγε δοκεῖ ἡδονή σοι πεπτωκέναι, Plat. Phil. 22 e. – Auch = durchfallen, mißlingen, τὰ πεπτωκότα, das Mißlungene, auch vom Dichter, dessen Stück durchfällt, Ar. Equ. 538. – 3) vom Fallen der Würfel; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, Soph. frg.; vgl. Pflugk zu Eur. Hel. 1082; u. übtr., κἀξ ἀγεννήτων ἄρα μῦθοι καλῶς πίπ τουσιν, Soph. Tr. 62, vgl. Ai. 612; so auch Eur. τὰ μὲν εὖ, τὰ δ' οὐ καλῶς πίπτοντα δέρκομαι βροτῶν, El. 1101; u. vom Loose, ὁ κλῆρος αὐτῷ τῆς αἱρέσεως μἡ ἐν τελευταίαις πίπτοι, Plat. Rep. X, 619 e, vgl. 617 e. Uebh. vom Zufall oder Schicksal, ausfallen, einen Ausgang nehmen, Her. 7, 163. 168. 8, 180; ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι, Plat. Legg. IV, 709 a; πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα, nach den zufälligen Begebnissen, Rep. X, 604 c. – Daher auch zusammenfallen, der Zeit nach zusammentreffen, οἱ χρόνοι οἱ πίπτοντες ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν, Pol. 4, 2, 2, u. ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν ἡμ. ἱστ., 2, 4, 7, was in unsere Geschichte fällt, wie πίπτει εἰς τοὺς ἡμετέρους χρόνους, es fällt in unsere Zeit, vgl. 1, 5, 1, 4, 14, 9; auch οὐδ' ὑπὸ λόγον, πίπτει ἡ ἀδικία, fällt nicht der Berechnung anheim, man kann davon keine Rechenschaft geben, 4, 13, 11; ἑκατὸν καὶ εἴκοσι τάλαντα πρόσοδος ἔπιπτε τῷ δήμῳ, fielen dem Volke als Einkünfte zu, 31, 7, 7; so auch πίπτει τὰ τέλη, die Abgaben kommen ein, sind fällig, Strab.; εἴς τινα, Einem zukommen, S. Emp. adv. log. 1, 275 adv. gramm. 85, bes. aber ὑπό τι, z. B. τὴν αὐτὴν ἀπορίαν, ζήτησιν, adv. phys. 1, 356 log. 2, 347. – [Ι ist in πίπτω schon von Natur lang, Drac. p. 73, 18. 79, 21; vgl. Herm. Eur. Herc. F. 1371.]
Greek (Liddell-Scott)
πίπτω: ποιητ. ὑποτ. πίπτῃσι Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2. 5· Ἐπικ. παρατ. πῖπτον Ἰλ. Θ. 67, κτλ., (ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 527), Ἰων. πίπτεσκον (συμ-) Ἐμπεδ. 311· ― μέλλ· πεσοῦμαι Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθ. πεσέονται, Ἰλ. Λ. 824., γ΄ ἑνικ. πεσέεται Ἡρόδ. 7. 103. 168· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς πέσομαι Χρησμ. Σιβ. 3. 83., 4. 99· ― ἀόρ. ἔπεσον, ἀπαρ. πεσεῖν, Ἰλ., Ἀττ., Αἰολ. ἔπετον Ἀλκαῖ. 59, Πινδ. Ο. 7. 126, Π. 5. 65, πρβλ. Ο. 8. 50, Π. 8. 119· παρὰ μεταγεν. ἔπεσα Ὀρφ. Ἀργ. 523, Ἑβδ. κλπ., (εἰσήχθη δὲ τὸ ἔπεσα ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὰ Ἀντίγραφα Ἀττ. συγγραφ., ὡς Εὐρ. Ἄλκ. 463, Τρῳ. 291, ἴδε Veitch Gr. Verbs)· ― πρκμ. πέπτωκα Αἰσχύλ. Εὐμ. 147, Ἀριστοφ., κλ.· μεταγεν. ὡσαύτως πέπτηκα Ἀνθ. Π. 7. 427· Ἐπικ. μετοχ. πεπτεώς, εῶτος (ἔνθα τὸ εω κατὰ συνίζησιν ἀποτελεῖ μίαν συλλαβήν), Ἰλ. Φ. 503, κτλ.· ὡσαύτως πεπτηώς, ηυῖα, Ὀδ. Ξ. 354, κτλ.· πληθ. ηότες, Ἱππ. 618. 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298· (οἱ τελευταῖοι τύποι ἀνήκουσιν ὡσαύτως καὶ εἰς τὸ πτήσσω)· ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 166· Ἀττ. ποιητ. μετοχ. πεπτὼς Σοφ. Αἴ. 828, Ἀντ. 697· ― παθ. ἀόρ. ἐπτώθην εὕρηται παρὰ μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. 1. 109, Συλλ. Ἐπιγρ. 8665. (Ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΠΕΤ, πέτομαι, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Δωρ. ἀορ. ἔπετον (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ πίτνω· ― περὶ τοῦ ἀναδιπλ. πίπτω, πρβλ. μίμνω ἐκ τοῦ μένω, γίγνομαι ἐκ τοῦ *γένω. Ὅθεν ἐσφαλμένως παραβάλλεται τὸ πίπτω πρὸς τὸ ῥίπτω, ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 673. 9· καὶ τὸ ι δὲν εἶναι φύσει μακρὸν ὡς ὁ Δράκων λέγει). Α. Ῥιζικὴ σημασ., πίπτω, πίπτω κάτω, καὶ (ἐπὶ ἑκουσίας πτώσεως) ῥίπτω ἐμαυτὸν κάτω, Ὅμ., κλπ., πέσε πρηνής, πέσε ὕπτιος Ἰλ. Ζ. 307, Ο. 435, κτλ.· νιφάδες... π. θαμειαὶ Μ. 278· ὀπίσω πέσεν Ὀδ. Μ. 410, κτλ.· ― Συντάσσ., μετὰ προθέσεων, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε: πίπτειν ἐν..., ὡς π. ἐν κονίῃσιν, πίπτειν εἰς τὴν κόνιν, δηλ. πίπτειν καὶ μένειν ἐν τῇ κόνει, κεῖσθαι ἐν αὐτῇ, Ἰλ. Λ. 425, Ν. 205· ἐν αἵματι καὶ κονίῃσιν πεπτεῶτας Ὀδ. Χ. 384· Θηρὼ δ’ Ἀπόλλωνος ἐν ἀγκοίνῃσι πεσοῦσα, πεσοῦσα εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 74 (154)· ἐν χθονὶ πεπτηὼς Σιμωνίδης ἐν Ἀνθ. Π. 7. 24, 7· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιητ., π. ἐν δεμνίοις Εὐρ. Ὀρ. 35, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 125, κτλ. (ἴδε κατωτ. Β. Ι)· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ π. ἐν ποταμῷ Ξεν. Ἀγησ. 1. 32· ― ὡσαύτως ἡ πρόθ. ἐν παραλείπεται, πεδίῳ πίπτειν, πίπτειν εἰς τὸ πεδίον καὶ κεῖσθαι ἐκεῖ, Ἰλ. Ε. 82· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., π. δεμνίοις Εὐρ. Ὀρ. 88, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 424· ― ὡσαύτως, π. ἐπὶ χθονὶ Ὀδ. Ω. 535, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 7· ἐπὶ γᾷ Σοφ. Ἀντ. 134· ― πρὸς πέδῳ Εὐρ. Βάκχ. 605· πρὸς ἀγκάλαις τινὸς Εὐρ. Ἴων 962· ― ἀμφὶ σώμασίν τινων Αἰσχύλ. Ἀγ. 326· ― μετὰ προθέσεως δηλούσης κίνησιν εἰς τόπον, πρῶτον παρ’ Ἡσ., Πληιάδες π. ἐς πόντον Ἔργ. καὶ Ἡμ. 618· ποταμὸς εἰς ἅλα Θεογ. 791· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1018 (1025)· αἷμα π. ἐπὶ γᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· ἐπὶ στόμα Ξεν. Κυν. 10. 13· πρὸς οὖδας Εὐρ. Ἑκάβ. 405. 2) Ὁ Ὅμ. χρῆται αὐτῷ μετ’ ἐπιρρ. κινήσεως, ἐπίσης καὶ στάσεως, χαμάδις π. Ἰλ. Η. 16, Ο. 714, κτλ.· χαμαὶ π. Δ. 482, Ξ. 418, κτλ.· π. ἔραζε Μ. 156, Ὀδ. Χ. 280. 3) ὡσαύτως συχνάκις μετὰ προθέσεων δηλουσῶν τὸ μέρος ἀφ’ οὗ πίπτει τις ἤ τι, ἀπ’ ὤμων χαμαὶ πέσε Ἰλ. Π. 803· ἀπ’ οὐρανοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 38· ἀπό τινος ὄνου Πλάτ. Νόμ. 701D· ἐκ χειρὸς π. ἡνία Ἰλ. Ε. 583· π. ἐκ νηὸς Ὀδ. Μ. 417· ἐκ νηός... ἐνὶ πόντῳ Κ. 51. 4) ἀπολ., πῖπτε δὲ λαός, Ἰλ. Θ. 67, κτλ.· μάλιστα ἐν τῷ πρκμ., ἔχω πέσει, κεῖμαι χαμαί, Αἰσχύλ. Χο. 263, κτλ.· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀνασχετὰ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 919· πεσήματα πλεῖσθ’ Ἑλλάδος πέπτωκε Εὐρ. Ἀνδρ. 653. Β. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: Ι. πίπτειν ἔν τισι, ἐπιπίπτειν, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Ἰλ. Ξ. 742· ἐν βουσὶ π. Σοφ. Αἴ. 375· Ἔρως, ὅς ἐν κτήμασι π. ὁ αὐτ., ἐν Ἀντ. 782· ἐπ’ ἀλλήλοισι, ἐπὶ μαχομένων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 379, πρβλ. 375· πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· πρὸς πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 462. 2) ῥίπτω ἐμαυτὸν κάτω, καταπίπτω, πρὸς βρέτη θεῶν αὐτόθι 185· ἀμφὶ γόνυ τινὸς Εὐρ. Ἡσ. 787· εἰς γόνατα, ἐπὶ παλαιστοῦ Σιμωνίδης ἐν Ἀνθ. Πλαν. 24· ἐς τὸν ὧμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 571. ΙΙ. πίπτω ἐν μάχῃ, πῖπτε δὲ λαὸς Ἰλ. Θ. 67, κτλ. οἱ πεπτωκότες, οἱ «πεσμένοι», Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· μετ’ ἄλλης λέξεως, νέκυες πίπτοντες Ἰλ. Υ. 200· νεκροὶ περὶ νεκροῖς πεπτωκότες Εὐρ. Φοίν. 881· π. δορί, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 5· ― πίπτω ὑπό τινος, πίπτω διὰ χειρός τινος, Ἡρόδ. 9. 67· ὡσαύτως, ὡς... θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι... ὣς ἄρ’ ὑπ’ Ἀτρείδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Ἰλ. Λ. 158, πρβλ. 500, κτλ.· τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 252. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 594 κἑξ. 2) πίπτω, καταστρέφομαι, δόμον δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι Αἰσχύλ. Χο. 263· στάντες τ’ ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Σοφ. Ο. Τ. 50· ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 429, 398· ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1077· ― ἐπὶ στρατοῦ, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Ἡρόδ. 7. 18· ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ’ ἑωυτοῦ ἔπεσε, Λατ. mole sua corruit, ὁ αὐτ. 8. 16, πρβλ. Θουκ. 2. 89. 3) ἐπὶ ἀνέμου, ἄνεμος πέσε, ἐκόπασε, κατέπεσε, Ὀδ. Τ. 202, Ξ. 475, πρβλ. Λατ. cadunt austri, Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 354, πρβλ. Ἐκλ. 9. 58· (ἀλλὰ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 545, Βορέαο πεσόντος κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐμπεσόντος, πεσόντος ἐπί τινος, πνεύσαντος): μεταφορ., πέπτωκε κομπάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 794, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 474· μετὰ δοτικ., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν, ἀποτυχεῖν, Πολύβ. 1. 87, 1. 4) ἀποτυγχάνω, καὶ τούτου ἐχόμενος ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Πλάτ. Φαίδων 100E· οὕτως ἐπὶ δράματος, ἀποτυγχάνω, Λατιν. cadere, explodi, Ἀριστοφ. Ἱππ. 540· πρβλ. ἐκπίπτω. ΙΙΙ. πίπτω ἔκ τινος, πίπτω ἔξω τινός, χάνω τι χωρὶς νὰ θέλω, ἤ σοί γε... ἐκ θυμοῦ πεσεῖν, νὰ χάσω τὴν εὔνοιάν σου, Ἰλ. Ψ. 595· οὕτω, π. ἐξ ἐλπίδων Εὐρ. Ἴων 23· τοὔμπαλιν π. φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 390· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ ὡρισμένου σκοποῦ, Ὀδ. Κ. 51· ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν, ἐξέφυγεν..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 147· ἔξω τῶν κακῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 970. 2) τἀνάπαλιν, ἐμπίπτω, ἐς κακότητα Θέογν. 42· εἰς ἄτην Σόλων 12. 68· εἰς δουλοσύνην ὁ αὐτ. 9. 4· ἐς δάκρυα Ἡρόδ. 6. 21· εἰς νόσον Αἰσχύλ. Προμ. 478· εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, Εὐρ. Ι. Τ. 1172, Θουκ., κλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, π. ἐν γυιοπέδαις, Πινδ. Π. 2. 76· ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις Σοφ. Ἠλ. 1476· ἐν φόβῳ Εὐρ. Ὀρ. 1418· καὶ μόνον μετὰ δοτ., π. δυσπραξίαις Σοφ. Αἴ. 759· αἰσχύνῃ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 597, κτλ.· ― οὐκ οἶδα ποῖ πέσω, δὲν γνωρίζω ποῦ νὰ στραφῶ, αὐτόθι 705. 3) πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, Σοφ. Φιλ. 826· ὡσαύτως, ἐν ὕπνῳ Πινδ. Ι, 4. 41 (3. 39)· ἢ ἁπλῶς ὕπνῳ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 68· τἀνάπαλιν, ὕπνος πῖπτεν ἐν βλεφάροις Ἡσ. Ἀποσπ. 47. IV. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός, μεταξὺ τῶν ποδῶν αὐτῆς, δηλ. τίκτεσθαι, Ἰλ. Τ. 110, πρβλ. Ἑβδ. (Δευτερ. ΚΗʹ, 57). V. ἐπὶ τῶν κύβων, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι, θὰ θεωρήσω τοῦ κυρίου μου τοὺς βόλους καλούς, ἐπιτυχεῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 32, ἴδε Φωτ. Λεξ ἐν λ. τρὶς ἓξ: ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, οἱ τοῦ Διὸς βόλοι πάντοτε εἶναι τυχηροί, Σοφ. Ἀποσπ. 763˙ ὥσπερ οἱ κύβοι˙ οὐ ταὒτ’ ἀεὶ πίπτουσιν Ἄλεξις ἐν «Βρεττίᾳ» 2˙ ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα, κατὰ τοὺς βόλους, κατὰ τὸ πέσιμον τῶν κύβων, Πλάτ. Πολ. 604C˙ οὕτω πιθαν., ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. Εὐρ. Ἱππ. 718, ἔνθα ἴδε Valk˙ οὕτως ἐπὶ τῶν ἀναρριπτομένων ὀστράκων κατὰ τὴν ὀστρακίνδα καλουμένην παιδιάν, κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ’ ἐπάνω φεύγειν ταχὺ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2˙ ἐπὶ κλήρων, ὁ κλῆρος π. τινι ἢ παρά τινα Πλάτ. Νόμ. 619Ε, 617Ε˙ ἐπί τινα Πράξ. Ἀποστ. αʹ, 26. 2) καθόλου, πίπτω, ἀποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν Εὐρ. Ὀρ. 603, κτλ.˙ π. παρὰ γνώμαν Πινδ. Ο. 12. 14˙ καὶ ἐπὶ μάχης, καραδοκήσας ᾗ πεσέεται, περιμείνας νὰ ἴδῃ τὴν ἔκβασιν, Ἡρόδ. 7. 163, πρβλ. 8. 130˙ ἐν ἀλαθείᾳ περιπίπτει, ἀποβαίνει ἀληθές, Πινδ. Ο. 7. 126˙ ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως Πλάτ. Νόμ. 709Α. 3) πίπτω εἴς τινα, δηλ. εἰς τὸν κλῆρον αὐτοῦ, τινί, μάλιστα ἐπὶ προσόδων, πρόσοδος τῷ δήμῳ πίπτει, Λατ. redit ad.., Πολύβ. 31. 7, 1, πρβλ. 2. 62, 1˙ τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς Διον. Ἁλ. 20. 9˙ πίπτει τὰ τέλη, ἐπὶ τελῶν ἃ δεῖ τελεῖν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ. VI. ἐπὶ χρονικῆς περιόδου, πίπτει ὑπὸ τοὺς ἡμετέρους χρόνους, π. κατὰ ρκθʹ Ὀλυμπιάδα Πολύβ. 1. 5, 1, κλ. VII. ὑπάγομαι εἰς..., ἀνήκω εἴς τινα τάξιν, εἰς γένη ταῦτα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 22, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην αὐτόθι 1. 2, 8˙ ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 6, 7, πρβλ. 6. 13, 12˙ ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 4˙ ἔξω τῶν διῃρημένων γενῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, κτλ. Γ. Παρὰ Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε, εἰς γῆν σπέρματα πεσούσης (δηλ. τῆς ψυχῆς), ἡ λέξις ἔχει ἑρμηνευθῇ μεταβατικῶς, ῥίψασα ἢ ἀφήσασα νὰ πέσῃ..., ἀλλὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ εἶναι ὀρθόν˙ ἴδε Stallb. ἐν τόπῳ. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γʹ, σ. 308.
French (Bailly abrégé)
f. πεσοῦμαι, ao.2 ἔπεσον, pf. πέπτωκα;
tomber :
A. avec un n. de pers. pour suj.
I. faire une chute :
1 avec idée d’une chute involontaire πέσε πρηνής IL il tomba en avant ; πέσεν ὕπτιος IL, OD il tomba à la renverse ; πίπτειν ἐν κονίῃσιν IL tomber dans la poussière (et y rester couché) ; en prose, πίπτειν ἐν ποταμῷ XÉN tomber dans un fleuve ; ἐπὶ χθονί OD, ἐπὶ γᾷ SOPH tomber à terre ; avec le dat. πίπτειν πεδίῳ IL tomber dans la plaine ; πέδῳ ESCHL tomber à terre ; fig. χαμαὶ πίπτειν, tomber à terre, càd être vain, inutile en parl. de paroles ; avec un rég. de mouv. πίπτειν ἐπὶ γᾶν ESCHL tomber à terre ; πρὸς οὖδας EUR tomber contre le sol;
2 avec idée d’une chute volontaire se précipiter, se jeter : ἠὲ πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ OD (je délibérai) si je me précipiterais du navire et périrais dans la mer ; particul. avec idée d’hostilité tomber sur, fondre sur : ἐνὶ νήεσσι, IL, sur les vaisseaux ; ἐν βουσί SOPH, πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας SOPH sur des bœufs, sur des moutons et des bergeries ; περὶ ξίφει SOPH se précipiter sur son épée ; sans idée d’hostilité tomber sur les genoux, se jeter aux pieds de qqn : πρὸς βρέτη θεῶν ESCHL devant les statues des dieux ; ἀμφὶ γόνυ τινός EUR en embrassant les genoux de qqn ; ttf. πίπτειν εἰς γόνατα, tomber à genoux;
II. particul. tomber mort, succomber ; οἱ πεπτωκότες XÉN ceux qui sont tombés ; πίπτειν δορί EUR tomber frappé par une lance ; ὑπό τινος tomber par les mains de qqn, tomber ou être tué par qqn ; en parl. de choses (épis fauchés, arbres, branches, fleurs, fruits qui tombent, etc.) ; en parl. d’un poète échouer avec sa pièce;
III. tomber, càd faire une faute, se tromper, manquer;
IV. fig. tomber dans, càd en arriver à ; en mauv. part ἐς κακόν, εἰς κακά, εἰς ξυμφοράν, etc. ATT dans le malheur ; avec le dat. πίπτειν δυσπραξίαις SOPH, αἰσχύνῃ SOPH tomber dans le malheur, dans la honte ; en b. part εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν EUR en venir à désirer passionnément apprendre ; εἰς ὕπνον SOPH, ὕπνῳ ESCHL tomber dans le sommeil ; avec un gén. πίπτειν φρενῶν EUR perdre la raison;
B. p. anal. avec un n. de chose pour suj.
1 en parl. du vent tomber, s’apaiser, cesser, faiblir;
2 en parl. des dés ἀεὶ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι SOPH les dés de Zeus tombent toujours bien ; ὁ παρά τινα πίπτων κλῆρος, ou τινι πίπτων PLAT le sort qui échoit à qqn ; τὰ πεπτωκότα ce qui est tombé, le dé, d’où fig. ce qui échoit comme lot à qqn, sort, destinée, événement ; p. suite en gén. échoir, arriver inopinément, se produire : εὖ, καλῶς πίπτειν EUR avoir une heureuse issue, se terminer bien, réussir ; ᾗ πεσέεται ἡ μάχη HDT comment la bataille tournera, se terminera;
3 en parl. d’argent qui échoit à qqn, d’échéances, de revenus;
4 en parl. d’événements qui tombent à une époque déterminée.
Étymologie: R. Πετ, tomber, > avec redoubl. *πιπέτω > πίπτω ; cf. γίγνομαι p. *γιγένομαι, μίμνω p. *μιμένω, etc. ; cf. πίτνω.
English (Autenrieth)
(root πετ, for πιπέτω), ipf. ἔπῖπτον, πῖπτε, fut. πεσέονται, inf. πεσέεσθαι, aor. 2 πέσον, inf. πεσέειν, perf. part. πεπτεῶτα: fall; fig., ἐκ θῦμοῦ τινί, out of one's favor, Il. 23.595; freq. of falling in battle, and from the pass. sense of being killed, w. ὑπό (‘at the hands of’) τινος, also ὑπό τινι, Ζ , Il. 17.428; in hostile sense, fali upon, ἐν νηυσί, Il. 11.311; upon each other (σύν, adv.), Il. 7.256; fig. (ἐν, adv.), Il. 21.385; of the wind ‘falling,’ ‘abating,’ ‘subsiding,’ Od. 14.475, Od. 17.202.
English (Slater)
English (Strong)
a reduplicated and contracted form of peto; (which occurs only as an alternate in certain tenses); probably akin to πέτομαι through the idea of alighting; to fall (literally or figuratively): fail, fall (down), light on.
English (Thayer)
(imperfect ἔπιπτον (T Tr marginal reading WH)); future πεσοῦμαι; 2nd aorist ἔπεσον and according to the Alex. form (received everywhere by Lachmann (except Tdf. (except Tr (except ibid.), WH; and also used by R G in ἔπεσα (cf. (WH s Appendix, p. 164; Tdf. Proleg., p. 123); Lob. ad Phryn., p. 724 f; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 277f, and see ἀπέρχομαι at the beginning); perfect πέπτωκα, 2nd person singular πεπτωκες (T WH; see κοπιάω), 3rd person plural πεπτωκαν (Tr text WH text; see γίνομαι); (from ΠΑΤΩ, as τίκτω from ΤΑΚΩ (cf. Curtius, Etymol. § 214; Verbum, ii., p. 398)); from Homer down; the Sept. chiefly for נָפַל; to fall; used:
1. of descent from a higher place to a lower;
a. properly, to fall (either from or upon, equivalent to Latin incido, decido): ἐπί with the accusative of place, T omits; L WH Tr marginal reading brackets the verse); T Tr WH κατέπεσεν), 8 εἰς τί (of the thing that is entered; into), L marginal reading ἐπί); R G L marginal reading (but L text T Tr WH ἐμπεσοῦνται); G L T Tr WH (L T Tr WH); εἰς (upon) τήν γῆν, ἐν μέσῳ, with the genitive of the thing, παρά τήν ὁδόν, to fall from or down: followed by ἀπό with the genitive of place, Tdf. ἐκ; ἐκ with the genitive of place (L T Tr WH); to be thrust down, οὐ πίπτει ἐπί τινα ὁ ἥλιος, i. e. the heat of the sun does not strike upon them or incommode them, ἀχλύς καί σκότος, L T Tr WH); ὁ κλῆρος πίπτει ἐπί τινα, the lot falls upon one, φόβος πίπτει ἐπί τινα, falls upon or seizes one (L Tr); (τό πνεῦμα τό ἅγιον, πίπτω ὑπό κρίσιν, to fall under judgment, come under condemnation, st εἰς ὑπόκρισιν).
2. of descent from an erect to a prostrate position (Latin labor, ruo; prolabor, procido; collabor, etc.);
a. properly; α. to fall down: ἐπί λίθον, λίθος πίπτει ἐπί τινα, T omits; L WH Tr marginal reading brackets the verse); τό ὄρος ἐπί τινα, β. to be prostrated, fall prostrate; of those overcome by terror or astonishment or grief: χαμαί, εἰς τό ἔδαφος, ἐπί τήν γῆν, ἐπί πρόσωπον, ἐπί τῆς γῆς, πρός τούς πόδας τίνος ὡς νεκρός, πεσών ἐξέψυξε, ἔπεσεν παρά (L T Tr WH πρός) τούς πόδας τίνος, στόματι μαχαριας, γ. to prostrate oneself; used now of suppliants, now of persons rendering homage or worship to one: ἐπί τῆς γῆς, προσκυνεῖν, as finite verb, πίπτειν καί προσκυνεῖν, ἔπεσα προσκυνῆσαι, πεσών εἰς τούς πόδας (αὐτοῦ), εἰς (T Tr WH πρός) τούς πόδας τίνος, πρός τούς πόδας τίνος, παρά τούς πόδας τίνος, ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τίνος, ἐνώπιον τίνος, ἐπί πρόσωπον, ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας τίνος, πεσών ἐπί τούς πόδας προσεκύνησε, πεσών ἐπί πρόσωπον προσκυνήσει, ἐπί τά πρόσωπα καί προσκυνεῖν, ἐπί πρόσωπον ); δ. to fall out, fall from: θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται, equivalent to shall perish, be lost, ε. to fall down, fall in ruin: of buildings, walls, etc., T Tr WH συνεπεσε); οἶκος ἐπ' οἶκον πίπτει, ἐπί, C. I:2c.); πύργος ἐπί τινα, σκηνή ἡ πεπτωκυῖα, the tabernacle that has fallen down, a figurative description of the family of David and the theocracy as reduced to extreme decay (cf. σκηνή, at the end), ἔπεσε, i. e. has been overthrown, destroyed, α. to be cast down from a state of prosperity: πόθεν πέπωκας, from what a height of Christian knowledge and attainment thou hast declined, G L T Tr WH (see above at the beginning). β. to fall from a state of uprightness, i. e. to sin: opposed to ἑστάναι, στήκειν, with a dative of the person whose interests suffer by the sinning (cf. Winer's Grammar, § 31,1k.), Tr WH text (see πίνω). γ. to perish, i. e. to come to an end, disappear, cease: of virtues, L T Tr WH (R. V. fail); to lose authority, no longer have force, of sayings, precepts, etc., ὥστε οὐ χαμαί πεσεῖται ὁ τί ἄν εἴπῃς, Plato, Euchyphr. § 17; irrita cadunt promissa, Livy 2,31). equivalent to to be removed from power by death, to fail of participating in, miss a share in, the Messianic salvation, ἐν, I:5f.). Compare: ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, ἐκπίπτω ἐνπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, παραπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α
ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ.
β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ'», Ευρ).
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες
οι νεκροί σε πεδία μαχών («το μνημείο τών πεσόντων»)
μσν.-αρχ.
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα προκειμένου να παρακαλέσω κάποιον («βρέτη πεσούσας πρός... θεῶν αὔειν», Αισχύλ.)
2. (σε μάχη) σωριάζομαι νεκρός, σκοτώνομαι («οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνταῡθα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων», Ηρόδ.)
3. κατακρημνίζομαι, καταρρέω
4. (για πόλεις, φρούρια, οχυρές θέσεις) κυριεύομαι με έφοδο, καταλαμβάνομαι («ἐπεὶ Φρυγῶν πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῑν», Ευρ.)
5. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη, καταντώ («ἐς κακότητα πεσεῑν», Θέογν.)
6. ανήκω, αναλογώ σε κάποιον («παρὰ τούτων τῶν πόλεων... ἑκατὸν... τάλαντα τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε», Πολ.)
7. (για ημερομηνία, χρονική περίοδο) περιλαμβάνομαι, συμπτίπτω («πίπτει δὲ κατὰ την ἐνάτην καὶ εἰκοστὴν πρὸς ταῑς ἑκατὸν ὀλυμπιάδα», Πολ.)
8. μτφ. περιπίπτω σε αμαρτίες
αρχ.
1. ρίχνομαι σε κάτι με ορμή, εισορμώ
2. ορμώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιτίθεμαι
3. (για δέντρα ή στάχια) ρίχνομαι στο έδαφος μετά από κοπή ή θερισμό («δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον», Ομ. Ιλ.)
4. (για φυσικά φαινόμενα, όπως άνεμο ή τρικυμία) κοπάζω, εξασθενώ
5. αποτυγχάνω
6. λαμβάνω έκβαση, αποβαίνω («λόγων κορυφαὶ ἐν άλαθεία πετοῑσαι», Πίνδ.)
7. καταβάλλω χρήματα, πληρώνω
8. ανήκω σε μια τάξη, υπάγομαι («ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην πίπτειν», Αριστοτ.)
9. (για κλήρο) τυχαίνω
10. μτφ. α) ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («μέγαν δόμον, δοκοῡντα κάρτα νῡν πεπτωκέναι», Αισχύλ.)
β) μετριάζομαι ή εκλείπω («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.)
11. σχετίζομαι με κάτι, αφορώ («τὸ γὰρ ἐπιθυμῆσαι οὐχὶ ἐπὶ τῶν παρόντων καὶ ὑποκειμένων ἐν ἐξουσίᾳ πίπτει», Μεθόδ.)
12. (η μτχ. αρσ. πληθ. παρακμ.) οἱ πεπτωκότες
οι πεσόντες, αυτοί που έπεσαν νεκροί σε μάχη
13. φρ. α) «πίπτω ἐπὶ τι»
(για καθέτους ή τμήματα, μέρη εφαπτόμενων σχημάτων) πέφτω επάνω
β) «πίπτω ἐπὶ τι» και «πίπτω ποτί τι»
(γεωμ.) συναντώ, τέμνω
γ) «πίπτω διά τινος» και «πίπτω κατά τίνος» και «πίπτω ἐπὶ τι κατά τινα» διέρχομαι
δ) «ἐς γόνατα πίπτω»
(για παλαιστή) γονατίζω
ε) «πίπτω ἔκ τίνος»
i) χάνω κάτι
ii) απαλλάσσομαι από κάτι
στ) «πίπτω, ἐν ὕπνῳ» ή «πίπτω εἰς ὕπνον» — αποκοιμώμαι
ζ) «πίπτω εἰς εὐνήν» — ξαπλώνω στο κρεβάτι, κατακλίνομαι
η) «πίπτω εἰς [ἰατρικὴν] χρῆσιν» — χρησιμοποιούμαι από τους γιατρούς
θ) «πίπτω ὑπ' αἴσθησιν» — γίνομαι αισθητός
ι) «πίπτει ὑπὸ ὄνομα» — μπορεί να ονομαστεί
ια) «πίπτω μετὰ ποσσὶ γυναικός» — γεννιέμαι
ιβ) «εὖ πίπτω»
(για ζάρια πεσσούς, όστρακα) είμαι τυχερός, βγαίνω τυχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πί-πτ-ω ανάγεται στη μονοσύλλαβη μορφή pet- της ΙΕ ρίζας petā-/petә- «πετώ, πέφτω» (πρβλ. αρχ. ινδ. patati «πετώ, πέφτω, επείγομαι», βλ. πέτομαι) με μηδενισμένο φωνήεν και ενεστωτικό διπλασιασμό πι- (πρβλ. μένω: μί-μν-ω, έχω: ίσχω) με μακρό -ῑ- αναλογικά προς το ρ. ῥῑπτω. Αντίθετα, στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγεται ο αόρ. ἔ-πετ-ον (πρβλ. γίγνομαι: εγενόμην, τίκτω: έτεκον). Στην ιων. αττ., ωστόσο, εμφανίζονται συχνότερα οι τ. μέλλ. και αορ. πεσοῦμαι και ἔπεσον, που γεννούν προβλήματα ως προς την προέλευση του -σ- από τους αρχικούς τ. με -τ-. Κατά μία άποψη, ο αόρ. ἔπεσον σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών σιγματικών αορ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, μάλλον πιθανότερη, ο μέλλ. πεσέομαι προήλθε από τον αμάρτυρο πετέομαι (με καταχρηστική συριστικοποίηση του -τ-) και είλκυσε στον σχηματισμό του και τον αόρ. ἔπετον. Ο παρακμ. πέ-πτω-κα ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. ἔγνωκα) και επίσης οι τ.: πτῶμα, πτῶσις, πτωτός. Στη δισύλλαβη ρίζα με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν ανάγεται ο τ. μτχ. παρακμ. πε-πτη-ώς (πρβλ. πτήσσω), από όπου ο ομηρ. τ. πεπτεώς. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας ποτ- ανάγεται η λ. πότ-μος. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται και οι λ. πτερόν, πτέρυξ και πιθ. το πίτυλος. Το ρ. πίπτω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -πετής (πρβλ. δυσ-πετής, ευ-πετής, περι-πετής, γονυ-πετής, δορι-πετής). Τα σύνθ. αυτά πρέπει να διακριθούν από τα ομώνυμα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πέτομαι, όπως και από ελάχιστα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πετάννυμι (βλ. λ. πέτομαι). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πέφτω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπίπτω, εμπίπτω, επαναπίπτω, επιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, υποπίπτω
αρχ.
αμφιπίπτω, αναπίπτω, αντεμπίπτω, αντιπίπτω, αποπίπτω, διαπίπτω, διεκπίπτω, διεμπίπτω, εγκαταπίπτω, εισπίπτω, εκπαραπίπτω, εκπροπίπτω, εμπεριπίπτω, επεισπίπτω, επεμπίπτω, επικαταπίπτω, επιπροπίπτω, επισυμπίπτω, μετεμπίπτω, παραναπίπτω, παρεισπίπτω, παρεκπίπτω, περικαταπίπτω, προαναπίπτω, προαποπίπτω, προδιαπίπτω, προεκπίπτω, προεμπίπτω, προκαταπίπτω, προπίπτω, προσαναπίπτω, προσεκπίπτω, προσεμπίπτω, συγκαταπίπτω, συμμεταπίπτω, συμπαραπίπτω, συμπεριπίπτω, συμπροπίπτω, συμπροσπίπτω, συναναπίπτω, συναποπίπτω, συνδιαπίπτω, συνδιεκπίπτω, συνεισπίπτω, συνεκπίπτω, συνεμπίπτω, συνεπεισπίπτω, συνυποπίπτω, υπεκπίπτω, υπερεκπίπτω, υπερπίπτω, υποκαταπίπτω].
Greek Monotonic
πίπτω: συντετμ. τύπος από το πι-πέτω (αναδιπλ. από √ΠΕΤ)· Επικ. παρατ. πίπτον, μέλ. πεσοῦμαι, Ιων. γʹ ενικ. πεσέεται, πληθ. πεσέονται· αόρ. βʹ ἔπεσον, Αιολ. ἔπετον· παρακ. πέπτωκα, μεταγεν. επίσης πέπτηκα, Επικ. μτχ. πεπτεώς, -εῶτος, επίσης πεπτηώς, -ηυῖα, Αττ. ποιητ. μτχ. πεπτώς.
Α. πέφτω, πέφτω κάτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πίπτειν εν κονίῃσιν, πέφτω στη σκόνη, δηλ. πέφτω και παραμένω ξαπλωμένος στο χώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω ἐν δεμνίοις, σε Ευρ. κ.λπ.· ή χωρίς το ἐν πεδίῳ πίπτειν, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω δεμνίοις, σε Ευρ.· επίσης, πίπτω ἐπὶ χθονί, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ γᾷ, σε Σοφ.· πρὸς πέδῳ, σε Ευρ.· με πρόθ. που δηλώνει κίνηση, πίπτω ἐς πόντον, σε Ησίοδ.· ἐπὶ γᾶν, σε Αισχύλ.· πρὸς οὖδας, σε Ευρ. Β. Ειδικότερες χρήσεις:
I. 1. πίπτειν ἔν τισι, πέφτω με βία πάνω σε, εφορμώ, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας, σε Σοφ.
2. ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω κάτω, πρὸς βρέτη θεῶν, σε Αισχύλ.· ἀμφὶ γόνυ τινός, σε Ευρ.
II. 1. πέφτω στη μάχη, πίπτε δὲ λαός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ πεπτωκότες, οι έκπτωτοι, οι ξεπεσμένοι, σε Ξεν.· πίπτω δορί, από το δόρυ, σε Ευρ.· πίπτω ὑπό τινος, πέφτω από το χέρι άλλου, σε Ηρόδ.
2. πέφτω, καταστρέφομαι, ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε, Λατ. mole sua corruit, στον ίδ.
3. καταπέφτω, κοπάζω, εξασθενίζω, ἄνεμος πέσε, ο άνεμος έπεσε, κόπασε (ομοίως στο candunt austriτου Βιργ.), σε Ομήρ. Οδ.
4. πέφτω έξω, σε Πλάτ.· λέγεται για ένα δράμα, αποτυγχάνω, σε Αριστοφ.
III. 1. ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί, πέφτω έξω από την εύνοια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πίπτω ἐξ ἐλπίδων, σε Ευρ.· αντιθέτως, πίπτω ἐς κακότητα, σε Θέογν.· εἰς νόσον, σε Αισχύλ.· φόβον, ἀνάγκας, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, πίπτω ἐν φόβῳ, σε Ευρ.· πίπτω δυσπραξίας, σε Σοφ.
2. πίπτω εἰς ὕπνον, πέφτω για ύπνο, στον ίδ.· ή απλώς ὕπνῳ, σε Αισχύλ.·
IV. 1. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός, πέφτω ανάμεσα στα πόδια της, δηλ. γεννιέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
V. 1. λέγεται για τα ζάρια, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι, θα θεωρήσω τις βολές του κυρίου μου καλές ή τυχερές, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται για τους κλήρους, ὁ κλῆρος πίπτει τινί ή παρά τινα, σε Πλάτ.· ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη
2. γενικά, πέφτω, αποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν, είμαι τυχερός, σε Ευρ. κ.λπ.
VI.υπάγομαι, ανήκω σε κάποια τάξη, σε Αριστ.