πλευροπνευμονία

From LSJ
Revision as of 12:37, 1 March 2019 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

English

pleuropneumonia, peripneumonia

Greek Monolingual

η, Ν
(κτην.) νόσος τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές μυκόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuropneumonia < πλευρά + πνευμονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].