πολυδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδάκτῠλος Medium diacritics: πολυδάκτυλος Low diacritics: πολυδάκτυλος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polydáktylos Transliteration B: polydaktylos Transliteration C: polydaktylos Beta Code: poluda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.

German (Pape)

[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).