πολυδάκτυλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.
German (Pape)
[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].
Russian (Dvoretsky)
πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).