πόντα

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
μικρό κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε ακίδα και χρησιμοποιείται για το σημάδεμα, το λεγόμενο ποντάρισμα, της θέσης στην οποία πρέπει να διατρηθεί ή να υποστεί κατεργασία με τον τόρνο ένα μεταλλικό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punto «άκρη, μύτη»].
(II)
η, Ν
βλ. πούντα.