ποτιστής
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who gives to drink, Aq.Ge.40. 5.
German (Pape)
[Seite 690] ὁ, der Tränkende, Einschenkende, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων ὕδωρ πρὸς ποτισμόν, ὁ ποτίζων, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ ποτίζω
αυτός που παρέχει νερό, που ποτίζει
νεοελλ.
αρδευτικό αυλάκι.