προανακινώ

From LSJ
Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῖς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.