προέγκειμαι

Revision as of 11:42, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Pass.,

   A to be laid or lie in before, τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 (Thyatira).

German (Pape)

[Seite 717] (s. κεῖμαι), vorher darin liegen, Hdn. 1, 17, 23.

Greek (Liddell-Scott)

προέγκειμαι: Παθ., ἔγκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, προϋπάρχω, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.)
2. ενταφιάζομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»].