προσκαρτερώ

From LSJ
Revision as of 20:32, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

προσκαρτερῶ, -έω, ΝΜΑ καρτερῶ
επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.)
νεοελλ.
δεν χάνω το θάρρος μου
αρχ.
1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και του είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ», ΚΔ.)
2. (για υπηρέτη) μένω στην υπηρεσία κάποιου
3. παραμένω σε αναμονή στο δικαστήριο («προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ», πάπ.)
4. επιδίδομαι με ζήλο σε ένα έργο ή σε μια ασχολία, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι («προσκαρτερεῖν τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ», πάπ.)
5. (για πρόσ.) αναμένω («προσκαρτερεῖν ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται», πάπ.)
6. φρ. «ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος» — ο χρόνος του οποίου γίνεται επιμελής χρήση (Διόδ.).