πρότιμος

From LSJ
Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότῑμος Medium diacritics: πρότιμος Low diacritics: πρότιμος Capitals: ΠΡΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: prótimos Transliteration B: protimos Transliteration C: protimos Beta Code: pro/timos

English (LSJ)

ον,

   A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.

German (Pape)

[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.)
2. (για λίθους) πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. έν-τιμος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.