προφυλακίς

Revision as of 09:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 798] ίδος, ἡ, ναῦς, Wachtschiff, Thuc. 1, 117 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ναῦς THC vaisseau placé en vedette.
Étymologie: προφυλάσσω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

προφῠλᾰκίς: ίδος (ῐδ) adj. f сторожевая, несущая охрану (ναῦς Thuc.).